ἀπέρριπτε

ἀπέρριπτε
ἀπέρρῑπτε , ἀπορρίπτω
throw away
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παυλιανισμός — ὁ, Μ τα δόγματα και η αίρεση τών Παυλι(κι)ανών, η αίρεση τού Παύλου τού Σαμοσατέως κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα, η οποία δεχόταν την ύπαρξη δύο θεών, αγαθού και κακού, απέρριπτε την τριαδικότητα τού Θεού και την πραγματική σάρκωση τού Χριστού και… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονιανός — ο (Α Μακεδονιανός και Μακεδονιακός και Μακεδονικός) στον πληθ. οι Μακεδονιανοί οπαδοί τής αίρεσης τού Μακεδονίου, πατριάρχη τής Κωνσταντινούπολης κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα, ο οποίος απέρριπτε τη θεότητα τού Αγίου Πνεύματος και πρέσβευε ότι τούτο… …   Dictionary of Greek

  • αντιμεταρρύθμιση — Αντί για τον όρο Α., με τον οποίο έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται η δράση που ανέπτυξε η Καθολική Εκκλησία στο δογματικό και πειθαρχικό πεδίο από τη σύνοδο του Τριδέντου (1545) και μετά για να ανακόψει την πρόοδο του προτεσταντισμού, μερικοί… …   Dictionary of Greek

  • δίδω — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση αναφέρει πως υπήρξε ιδρύτρια της Καρχηδόνας, κόρη του βασιλιά της Τύρου, Βήλου ή Αγήνορος. Παντρεύτηκε τον θείο της Συχαίο, τον οποίο δολοφόνησε ο αδελφός της Πυγμαλίων για να γίνει κύριος του θησαυρού του. Η Δ.… …   Dictionary of Greek

  • διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… …   Dictionary of Greek

  • μεταρρύθμιση — Αν και αρχικά ονομάζονταν μεταρρυθμιστές μόνο οι οπαδοί του Καλβίνου, από τον 18o αι., με τον όρο θρησκευτική ή προτεσταντική Μ. ή απλώς Μ. χαρακτηρίζεται το θρησκευτικό, πολιτικό και πνευματικό εκείνο κίνημα, που, κατά τον 16o αι., προκάλεσε τη… …   Dictionary of Greek

  • προβούλευμα — το, ΝΑ [προβουλεύω] (στην αρχ. Αθήνα και στο αττ. δίκ.) προκαταρκτική απόφαση ή διάταξη ή σχέδιο νόμου το οποίο μετά από την επιψήφιση τής εκκλησίας τού δήμου επικυρωνόταν και καθίστατο βούλευμα, απόφαση νεοελλ. (κατά την προϊσχύσασα ποιν. δικ.)… …   Dictionary of Greek

  • σμήχω — ΜΑ 1. πλένω με σαπούνι ή σαπωνώδη αλοιφή («ἐκ κεφαλῆς δ ἔσμηχεν ἁλὸς χνόον», Ομ. Οδ.) 2. καθαρίζω με τη χρήση αλοιφής («τὰ μέλη λελωβημένους... ὁ μακάριος ἔσμηχε καὶ ἀπέρριπτε», Μηναί.) αρχ. 1. καθαρίζω αφαιρώντας κάτι («σμήχειν φλέγμα», Αρετ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • Άντλερ, Άλφρεντ — (Alfred Adler, Βιέννη 1870 – Aμπερντίν 1937). Αυστριακός ψυχίατρος και ψυχολόγος. Μαθητής και οπαδός του Σίγκμουντ Φρόιντ, απομακρύνθηκε σιγά σιγά από αυτόν εξαιτίας μιας βαθιάς θεωρητικής διαφωνίας και ίδρυσε νέα ψυχαναλυτική σχολή, που ο ίδιος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”